- ερετμώ
- ἐρετμῶ, -όω (Α) [ερετμόν]1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῑρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)3. φρ. α) «χεῑρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώβ) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.
Dictionary of Greek. 2013.